κόρυμβα

κόρυμβα
κόρυμβος
uppermost point
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κορύμβαι — κορύμβᾱͅ , κορύμβη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβ' — κόρυμβα , κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl κόρυμβε , κόρυμβος uppermost point masc voc sg κόρυμβαι , κορύμβη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

  • ACROSTOLIUM — Graece Α᾿κροςτόλιον, in nave dicitur summa pars prorae, sicut ἄφλαςτον, Latine Aplustre, summa parspuppis: Graeci tamen τὸ ἄφλαςτον etiam ἀκροςτόλιον exposuerunt, h. e. proroe summitatem. Est aurem prora proprie pars navis anterior quae a carina… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ALATI — Dracones, apud Poetas passim occurrunt. Lucan. l. 9. v. 729. ducitis altum Aera cum pennis Hinc currum Cereris alatis draconibus vehi finxêre: Orpheus in Hymno Cereris, Α῞ρμα δρακοντέιοσιν ὑπόζεύξασα χαλινοῖς, Currui (volucrium) draconum Frena… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πρωρήσια — τὰ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) τα ακραία τμήματα τής πρώρας πλοίου, τα κόρυμβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα (πρβλ. πρυμνήσια < πρυμνήσιος*)] …   Dictionary of Greek

  • στεύμαι — Α (επικ. τ.) (αποθ.) προσποιούμαι, καμώνομαι ότι θέλω τάχα να κάνω κάτι ή υπόσχομαι ή και απειλώ ότι δήθεν θα κάνω κάτι («στεῡται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικό ρ. σχηματισμένο από έναν τ. παρατατικού στεῦτο, ο οποίος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”